φανατισμός

φανατισμός
ο
υπερβολικός ζήλος και ενθουσιασμός (για θρησκεία, ιδέες, κόμματα κτλ.), που προκαλεί μίσος και βιαιότητες ενάντια στους αντιπάλους, η αδιαλλαξία, η μισαλλοδοξία: Κομματικός φανατισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φανατισμός — Συναισθηματική έξαρση που οδηγεί σε υπερβολές κάθε είδους. Αρχικά ο όρος είχε μόνο θρησκευτική έννοια, αλλά στη σημερινή γλώσσα επεκτάθηκε ώστε να σημαίνει και την έξαρση που κατέχει εκείνον που πιστεύει πως είναι επιφορτισμένος με μια αποστολή… …   Dictionary of Greek

  • Фанат — Возможно, эта статья содержит оригинальное исследование. Добавьте ссылки на источники, в противном случае она может быть выставлена на удаление. Дополнительные сведения могут быть на странице обсуждения …   Википедия

  • Фанатик — Фанатизм (греч. Φανατισμός, лат. Fanaticus, фр. fanatisme) слепое и пламенное следование убеждениям, особенно в области религиозно философской, национальной или политической. Крайняя степень приверженности к каким либо идеям, верованиям или… …   Википедия

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • αδιαλλαξία — η [αδιάλλακτος] έλλειψη διαλλακτικότητας, ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα, φανατισμός …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • αποτύφλωση — η (AM ἀποτύφλωσις) η πλήρης τύφλωση νεοελλ. 1. ιατρ. η έμφραξη των φλεβών 2. υπέρμετρος φανατισμός …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”